- ὑποτίμησις
- ὑποτίμησιςestimate of one's own liabilityfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποτιμήσει — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποτιμήσεϊ , ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat sg (epic) ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat sg (attic ionic) ὑποτῑμήσει , ὑποτιμάομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτιμήσεις — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem nom/voc pl (attic epic) ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem nom/acc pl (attic) ὑποτῑμήσεις , ὑποτιμάομαι aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ὑποτῑμήσεις , ὑποτιμάομαι fut ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτιμήσεσι — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτίμησιν — ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem acc sg ὑποτί̱μησιν , ὑποτιμάομαι pres ind act 3rd sg ὑποτιμάω name the price of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτίμηση — η / ὑποτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. μείωση τής τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι») 2. μείωση τής συναλλακτικής αξίας τής εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία… … Dictionary of Greek
ὑποτιμήσεως — ὑποτιμήσεω̆ς , ὑποτίμησις estimate of one s own liability fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)